- λωποδυτεῖ
- λωποδυτέωsteal clothespres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)λωποδυτέωsteal clothespres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιχωρυχώ — τοιχωρυχῶ, έω, ΝΑ [τοιχωρύχος] είμαι τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῑ γε νὴ Δί , ὁ δὲ τοιχωρυχεῑ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα για να διαπράξω κλοπή … Dictionary of Greek